- οἴεσθε
- οἴομαιforebodepres imperat mp 2nd plοἴομαιforebodepres ind mp 2nd plοἴομαιforebodeimperf ind mp 2nd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οἴεσθ' — οἴεσθε , οἴομαι forebode pres imperat mp 2nd pl οἴεσθε , οἴομαι forebode pres ind mp 2nd pl οἴεσθαι , οἴομαι forebode pres inf mp οἴεσθε , οἴομαι forebode imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀίεσθ' — ὀΐεσθε , οἴομαι forebode pres imperat mp 2nd pl (epic) ὀΐεσθε , οἴομαι forebode pres ind mp 2nd pl (epic) ὀΐεσθαι , οἴομαι forebode pres inf mp (epic) ὀΐεσθε , οἴομαι forebode imperf ind mp 2nd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον … Dictionary of Greek